- καρδιοειδές
- καρδιοειδήςheart-shapedmasc/fem voc sgκαρδιοειδήςheart-shapedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
άσαρο — (asarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιδών, ιθαγενών των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φύλλα του ά. βγαίνουν ζευγαρωτά από έναν κύριο άξονα, έχουν μεγάλο μίσχο και το σχήμα τους είναι καρδιοειδές ή… … Dictionary of Greek